Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πέρσες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μια Περσίδα στη σημερινή Τεχεράνη.

Οι Πέρσες είναι λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που έφτασαν από την Κεντρική Ασία στο σημερινό Ιράν περίπου το 1.500 π.Χ. Ξεκινώντας γύρω στο 550 π.Χ. από την επαρχία της Φαρς, οι Πέρσες διέδωσαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους από τη Μικρά Ασία έως τα Ιμαλάια, ενσωματώνοντας και άλλες τοπικές εθνοτικές ομάδες. Η Περσική αυτοκρατορία γνώρισε μετά το 330 π.Χ. διαδοχικές κατακτήσεις και συνέχισε να υπάρχει με διαφορετικές μορφές περίπου έως το 650 οπότε κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους. Σήμερα οι Πέρσες κατοικούν στο Ιράν και τις γύρω χώρες.

Οι Πέρσες έχουν ιστορικά μεγάλη συνεισφορά στις τέχνες και τις επιστήμες.[1][2][3] Η περσική λογοτεχνία είναι μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνίες του κόσμου.

Η πρώτη αναφορά στους Πέρσες προέρχεται από Ασσυριακή επιγραφή του 800 π.Χ. η οποία τους αναφέρει ως «Παρσού», γείτονες ενός άλλου Αρείου έθνους, των Μήδων. Για τους δύο επόμενους αιώνες οι Πέρσες και οι Μήδοι ήταν υποτελείς των Ασσυρίων, Βαβυλωνίων και Σκυθών (επίσης Άριοι).

Το δε όνομα της Χώρας των Περσών ως Περσία είναι η ιστορική ονομασία του σύγχρονου Ιράν. Η ονομασία αυτή επικράτησε στη Δύση λόγω των Ελλήνων, οι οποίοι γενίκευσαν την ονομασία της περιοχής Παρς (Παρσίς), Φαρς σήμερα, στο νότιο Ιράν, η οποία ήταν και το κέντρο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Σημειωτέον ότι η Περσική γλώσσα λέγεται Φαρσί. Η Περσία ονομάστηκε επισήμως Ιράν από τις 21 Μαρτίου 1935, όταν ο Σάχης Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί ζήτησε επίσημα από τη διεθνή κοινότητα να αποκαλεί τη χώρα του με την εθνική της ονομασία «Ιράν» που σημαίνει «η χώρα των Αρείων».

Η δυναστεία των Αχαιμενιδών (648-330 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Περσία των Αχαιμενιδών

Η δυναστεία των Αχαιμενιδών ήταν η πρώτη σειρά Περσών ηγεμόνων. Ιδρύθηκε από τον Αχαιμένα, έναν Πέρση ηγέτη του 700 π.Χ. Ο γιος του ο Θιέσπης οδήγησε τους νομάδες Πέρσες να εγκατασταθούν στο νότιο Ιράν γύρω στο 650 π.Χ. και συγκρότησε το πρώτο οργανωμένο Περσικό κράτος. Σταδιακά το Περσικό κράτος κατέκτησε την περιοχή των αυτοχθόνων Ελαμιτών συμπεριλαμβανομένης της σημαντικής περιοχής Ανσάν. Οι απόγονοι του Θιέσπη χωρίστηκαν σε δύο κλάδους: ο μεν βασίλευε στο Ανσάν, ο δε στην υπόλοιπη Περσία.

Ο Κύρος ο Μέγας ένωσε τα δυο βασίλεια περί το 559 π.Χ. Εκείνη την περίοδο οι Πέρσες ήταν υποτελείς στους Μήδους υπό τον παππού του Κύρου, τον Αστυάγη. Ο Κύρος επαναστάτησε με τη βοήθεια των Περσών, ανατρέποντας τον Αστυάγη, και δημιούργησε τη μεγάλη Περσική αυτοκρατορία προσθέτοντας τη Μηδεία στο Περσικό κράτος στα 550 π.Χ. Ο Κύρος οδήγησε τους Μήδους και τους Πέρσες σε νέες κατακτήσεις. Αρχικά κατακτήθηκε η Λυδία, και το 539 π.Χ. μπήκε θριαμβευτής στη Βαβυλώνα. Ο Κύλινδρος του Κύρου θεωρείται από ορισμένους ερευνητές η πρώτη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο Κύρος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Μασσαγέτες στην προσπάθειά του να τους τιμωρήσει επειδή αρνήθηκαν να υποταχθούν.

Ο γιος του Κύρου, Καμβύσης Β΄, πρόσθεσε την Αίγυπτο στην Περσική Αυτοκρατορία. Η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της με τον Δαρείο Α΄, ο οποίος κατέλαβε την κοιλάδα του Ινδού ποταμού και τη Θράκη και πέρασε το Δούναβη καταδιώκοντας για αρκετό καιρό τους Σκύθες, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Η εισβολή του στην Ελλάδα ανακόπηκε στη Μάχη του Μαραθώνα. Ο γιος του Ξέρξης Α΄ επανέλαβε την προσπάθεια και κέρδισε τη μάχη στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., αλλά ηττήθηκε στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας που ακολουθησε την ίδια χρονια και αποκρούστηκε οριστικά στη Μάχη των Πλαταιών το επόμενο έτος.

Η Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών ήταν η μεγαλύτερη και ισχυρότερη ως εκείνη την εποχή, καλά διοικούμενη και οργανωμένη. Ο Δαρείος διαίρεσε το βασίλειό του σε περίπου είκοσι Σατραπείες, με πολλούς από τους Σατράπες να έχουν προσωπικές σχέσεις με το Μεγάλο Βασιλέα (Σάχη). Εγκαθίδρυσε σύστημα υποχρεωτικής εισφοράς από τις Σατραπείες, υιοθέτησε το ανεπτυγμένο ταχυδρομικό σύστημα των Ασσυρίων και το επέκτεινε. Μετέφερε την πρωτεύουσα στα Σούσα, στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες επέτρεψαν τους διάφορους υποτελείς πολιτισμούς να διατηρηθούν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κύρου, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος εξεγέρσεων.

Οι Πέρσες και ο Ηρόδοτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ηρόδοτος δεδομένου ότι μεγάλωσε στην Αλικαρνασσό, σε μια πόλη όπου από τη μια υπήρχε το περσικό στοιχείο και από την άλλη υπήρχαν επαφές ανάμεσα σε Πέρσες και Έλληνες, ήρθε από νωρίς σε επαφή με την περσική παράδοση και συγκέντρωσε πληροφορίες για τους λαούς των Περσών και των Λυδών. Την περίοδο της νεότητάς του, πιθανότατα τη δεκαετία του 460 πήρε μέρος σε εξέγερση εναντίον του τυράννου Λύγδαμι, ο οποίος κυβερνούσε την πόλη για λογαριασμό των Περσών. Την εποχή εκείνη, ντόπιοι κάτοικοι της πόλης εξεγέρθηκαν εναντίον του Λύγδαμι με σκοπό να τον ανατρέψουν, δεν είναι όμως γνωστό κατά πόσον η εξέγερση αυτή στρεφόταν μόνο εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου ή και κατά της περσικής κυριαρχίας ευρύτερα. Η εξέγερση απέτυχε και ο Ηρόδοτος αναγκάσθηκε να φύγει στην εξορία, προκειμένου να αποφύγει τα αντίποινα.[4] Συγκεκριμένα, εγκαταστάθηκε για κάποια χρόνια στη Σάμο, όπου ήταν ασφαλής, λόγω του ότι η Σάμος είχε καταφέρει να αποσείσει την περσική επικυριαρχία και να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Συμμαχία.

Παλιότεροι ερευνητές έχουν εκφράσει την άποψη ότι ο Ηρόδοτος περιόδευσε σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο συμπεριλαμβανομένης και της Περσικής Αυτοκρατορίας, ότι ανέπλευσε τον Νείλο, φθάνοντας μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου με τη Νουβία, και στη δυτική Ασία, φτάνοντας μέχρι τη Μεσοποταμία και τη Βαβυλώνα. Αυτή η άποψη έχει σήμερα αμφισβητηθεί από κάποιους μλετητές. Το πιο πιθανό είναι ότι ο Ηρόδοτος έχει πραγματικά ταξιδέψει στις περιοχές εκείνες για τις οποίες το αναφέρει ρητά (λόγου χάριν στην Αίγυπτο και στην Τύρο), ενώ οι πληροφορίες που δίνει για άλλες απόμακρες για τους Έλληνες περιοχές, έχουν συλλεγεί με βάση τις μαρτυρίες άλλων.[5] Όποια κι' αν είναι η αλήθεια για τα ταξίδια του Ηροδότου, την εποχή του σπουδαίου αυτού συγγραφέα υπήρχε μεγάλη κινητικότητα εντός των ορίων της Περσικής Αυτοκρατορίας, καθώς ελληνικές πρεσβείες συχνά κατευθύνονταν προς τα Σούσα, όπου έδρευε ο Πέρσης μονάρχης, πολλοί Έλληνες εργάζονταν στην Περσία και στις επαρχίες της, και πολλοί Έλληνες έμποροι διέμεναν στην Αίγυπτο και περιόδευαν σ' αυτήν, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν δύσκολο κάποιος να περισυλλέξει πληροφορίες. Όμως, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι ακόμα και εντός της επικράτειας των Περσών, σίγουρα υπήρξαν πολλές περιοχές, τις οποίες ο Ηρόδοτος δεν τις επισκέφθηκε ποτέ. Από την άλλη, πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο και ότι τον περισσότερο καιρό του ταξιδιού διέμεινε στην Κάτω Αίγυπτο.[6] Καθόσον αφορά την καθαυτή Περσία, μελετώντας κανείς το έργο του, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν ταξίδεψε ποτέ εκεί ο ίδιος, αλλά έγραψε όσα έγραψε βάσει μαρτυριών άλλων.

Ο Ηρόδοτος στο α΄ βιβλίο του έργου του μιλάει για τα έθιμα των Περσών, χωρίς να αποφεύγει τις ευτράπελες αναφορές. Υποστηρίζει, λόγου χάριν, ότι οι Πέρσες τα σοβαρότερα ζητήματά τους τα συζητούν μεθυσμένοι, ακολουθώντας μια αξιοπερίεργη τακτική. Δηλαδή, πρώτα συζητούν τα σοβαρά ζητήματα μεθυσμένοι. Εν συνεχεία, την επόμενη ημέρα, όταν η ομήγυρη είναι ξεμέθυστη, ο οικοδεσπότης του σπιτιού επαναφέρει στη συζήτηση το συμπέρασμα στο οποίο είχαν καταλήξει την προηγουμένη. Εάν, όντας νηφάλιοι, το συμπέρασμα εξακολουθήσει να τους φαίνεται αρεστό, το βάζουν σε εφαρμογή. Εάν όχι, το απορρίπτουν, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται.[7] Μετά τις γενικές αναφορές στα περσικά ήθη και έθιμα, ο συγγραφέας ξεκινά τη διήγηση σχετικά με τους Περσικούς Πολέμους, αρχίζοντας από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ιωνικών και αιολικών πόλεων της Μικρασίας με τον Πέρση βασιλιά Κύρο, αμέσως αφότου αυτός κατέλαβε τις Σάρδεις και καθυπέταξε τους Λυδούς. Στο βιβλίο περιγράφονται οι σχέσεις των Ελλήνων με τον Πέρση μονάρχη και η ιστορία της καθυπόταξης των Ιώνων στην περσική αρχή. Το β΄ βιβλίο εξιστορεί τα της εκστρατείας του Πέρση βασιλιά Καμβύση εναντίον της Αιγύπτου, με την αφήγηση να ολοκληρώνεται στο γ΄ βιβλίο με την επιβολή της περσικής επικυριαρχίας στην Αίγυπτο. Ακολουθεί η εξιστόρηση της ανόδου στον περσικό θρόνο του Δαρείου (βασίλευσε 521-485 π.Χ) μετά τον θάνατο του Καμβύση, της αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας που αυτός επιχείρησε, της υποταγής της Σάμου στους Πέρσες, της ιστορίας του Πολυκράτη, τυράννου της Σάμου, και της περσικής κατάληψης της Βαβυλώνας.

Το δ΄ βιβλίο περιέχει τον Σκυθικό Λόγο, δηλαδή την εξιστόρηση της εκστρατείας του Δαρείου κατά της Σκυθίας (513 π.Χ.), που συμπεριλαμβάνει την αφήγηση της κατάληψης της Θράκης και της τελικής ήττας και υποχώρησης του Δαρείου από την Σκυθία. Ακολουθεί ο Λιβυκός Λόγος, ήτοι η εξιστόρηση της εκστρατείας του Δαρείου κατά των Λίβυων. Ο Ηρόδοτος εξιστορεί ότι προκειμένου ο Δαρείος να περάσει τον Ίστρο (Δούναβη) για να εισβάλει στη Σκυθία, έφτιαξε μια γέφυρα από πλοία, δια της οποίας διέσχισε τον ποταμό.[8] Καθώς ο στρατός του Δαρείου υποχωρούσε από τη Σκυθία καταδιωκόμενος από τους Σκύθες, μία ιλή Σκυθών έφθασε στο σημείο όπου ήταν κατασκευασμένη η πλωτή γέφυρα και πρότεινε στις ελληνικές συμμαχικές στον Δαρείο δυνάμεις που την φρουρούσαν, να την καταστρέψουν, προκειμένου να αποκλεισθεί το περσικό στράτευμα και να καταστραφεί πριν προλάβει να διαβεί τον Ίστρο. Φαίνεται πως οι Έλληνες έτειναν να συμφωνήσουν στο να διενεργήσουν τη δολιοφθορά, όμως ο Ιστιαίος, τύραννος της Μιλήτου, προέβαλε ισχυρές αντιρρήσεις, και με τη στάση του απέτρεψε την καταστροφή του προγεφυρώματος, σώζοντας έτσι τον Δαρείο από πανωλεθρία. Το αφήγημα αυτό του Ηροδότου είναι ενδεικτικό των σχέσεων εξάρτησης των τυράννων των πόλεων των μικρασιατικών παραλίων από την περσική επικυριαρχία την περίοδο του Δαρείου.

Ο Ηρόδοτος αξιοποιεί τα εδάφια στα οποία σκιαγραφούνται οι σχέσεις του Ξέρξη με τους υπηκόους του, για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η εξουσία ενός τυράννου βασίζεται στον φόβο, μέσω του οποίου ο δυνάστης υποβάλλει τους υπηκόους του σε καταναγκασμούς.[9] Στον Ηρόδοτο, ο έλεγχος των υπηκόων από τον Πέρση δυνάστη εξαρτάται ευθέως από τη δυνατότητά του να επιβάλλει τον φόβο στον κάθε υποτελή, και μέσω αυτού να τον οδηγεί σε αναντίρρητη υπακοή.[10] Ενδεικτικός είναι ο διάλογος του Ξέρξη με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Δημάρατο, στον οποίο ο πρώτος αντιμετωπίζοντας με φανερή δυσπιστία το εγκώμιο που ο Σπαρτιάτης πλέκει στους συμπατριώτες του, για το θάρρος που αυτοί επιδεικνύουν στον πόλεμο, υπογραμμίζει τη σημασία του φόβου και του καταναγκασμού για την επιβολή της προσωποπαγούς εξουσίας.[11] Η έμφαση αυτή του Ηροδότου στο ψυχολογικό υπόβαθρο της τυραννικής εξουσίας συνδέεται άμεσα με τον συσχετισμό που ο συγγραφέας εδραιώνει στο έργο του ανάμεσα στη μορφή του πολιτεύματος και τις ψυχολογικές της προεκτάσεις από τη μια, και στην στρατιωτική ισχύ ενός κράτους από την άλλη.[12] Ο συσχετισμός αυτός αντανακλά την ιδεολογική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Αθήνα, όπου διέμενε ο Ηρόδοτος, τη δεκαετία του 450 π.Χ., όταν η συνεχής μνεία του ρόλου της Αθήνας στους Περσικούς Πολέμους, αποτελούσε σταθερό παράγοντα διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας.

Ο Ηρόδοτος, αφηγούμενος την εκστρατεία των Περσών εναντίον της Ελλάδος, εκφράζει μία αντίληψη την οποία μάλλον δανείστηκε από το έργο Πέρσαι του Αισχύλου. Όπως δηλαδή ο Αισχύλος, έτσι και ο Ηρόδοτος εκφράζει την ιδέα ότι η εκστρατεία του Πέρση μονάρχη εναντίον της Ελλάδας ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, καθόσον ο Ξέρξης, με το να επιζητεί την πολιτική ένωση της Ασίας με την Ευρώπη, και με το να κατασκευάσει τη γέφυρα στον Ελλήσποντο που ένωνε την Ασία με την Ευρώπη, διασάλευσε την φυσική τάξη που είχε εδραιωθεί από τους θεούς, η οποία φυσική τάξη προέβλεπε να είναι η Ευρώπη και η Ασία δύο χωριστές οντότητες, γεωγραφικά και πολιτικά. Κατά την αντίληψη αυτή, τα δύο ξέχωρα από τη φυσική γεωγραφία διαμερίσματα, έπρεπε έτσι να παραμείνουν για να μην υπονομευθεί η εγκατεστημένη από τους θεούς φυσική τάξη.[13]

Στο 6ο βιβλίο των Ἱστοριῶν ο συγγραφέας περιγράφει τη Μάχη του Μαραθώνα. Σύμφωνα με τη διήγηση οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς πήραν θέση μάχης, και αφού οι θυσίες ερμηνεύθηκαν ως ευνοϊκές εφόρμησαν εναντίον του περσικού στρατού. Οι Πέρσες από την πλευρά τους, βλέποντας τον εχθρό να ορμά ακράτητος με μικρό αριθμό στρατιωτών, και δίχως την υποστήριξη ιππικού και τοξοτών, υποτίμησαν τη δύναμή του και θεώρησαν ότι είχε καταληφθεί από μανία (τρέλα). Ο Ηρόδοτος δεν παραλείπει να σχολιάσει ότι απ' όσο ο ίδιος γνώριζε, οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες που βρήκαν το θάρρος να ορμήσουν τρέχοντας εναντίον περσικού στρατεύματος, και οι πρώτοι που δεν δείλιασαν βλέποντας τη μηδική στρατιωτική περιβολή και τους άνδρες που την φορούσαν. Συμπληρώνει δε, ότι παλιότερα, οι Έλληνες με το άκουσμα και μόνο του ονόματος των Μηδών καταβάλλονταν από φόβο.[14] Η πρόθεση του συγγραφέα να υπερθεματίσει αναφορικά με τον ρόλο των Αθηναίων στην αντιμετώπιση της περσικής απειλής, προβάλλει χαρακτηριστικά μέσα από το απόσπασμα.

Ελληνιστική Περσία (330-150 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ελληνιστική Αυτοκρατορία των Σελευκιδών

Η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών καταλύθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά, Αλέξανδρο, ο οποίος σάρωσε κυριολεκτικά την Περσική αυτοκρατορία. Το ελληνικό στοιχείο που έφερε μαζί του ο νέος αυτοκράτορας και οι διάδοχοί του αναμείχθηκε με τα τοπικά στοιχεία, δημιουργώντας τον Ελληνιστικό πολιτισμό. Ο πυρήνας της παλαιάς περσικής αυτοκρατορίας αποτέλεσε, μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, την αυτοκρατορία των Σελευκιδών.

Παρθική κυριαρχία (150 π.Χ.-226 μ.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η αυτοκρατορία των Πάρθων

Οι Πάρθοι ήταν αρχαίος Ιρανικός λαός που ήταν εγκατεστημένος από αρχαιοτάτους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας, που ονομάστηκε από αυτούς Παρθία και η οποία συνόρευε με την Υρκανία (στη σημερινή επαρχία Μαζατεράν), τη Μηδία, την Καρμανία (τη σημερινή Κερμάν), και την Αριανή. Ο πρώτος βασιλιάς της Παρθίας ήταν ο Αρσάκης (του οποίου η πραγματική ημερομηνία γεννήσεως και το όνομα του μας είναι άγνωστα) ο οποίος προερχόταν από ένα ινδό-ευρωπαϊκό φύλο που λεγότανε Πάρνι και κατέλαβε την Παρθία όπου ίδρυσε δικιά του δυναστεία. Το βασίλειο των Πάρθων επηρεάστηκε από την Ελληνιστική τέχνη και την Ελληνική κουλτούρα και έτσι αυτό το βασίλειο αποτέλεσε ένα ετερογενές κράτος στο οποίο συν-υπήρχαν η Ελληνική και η Ιρανική κουλτούρα. Η Παρθία ήταν μια ισχυρή αυτοκρατορία που άντεξε τις επιθέσεις των Σελευκιδών και (αργότερα) των Ρωμαίων και αρκετές φορές επεκτάθηκε νικώντας τους στους διαφόρους πολέμους που πραγματοποίησαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το σημερινό Ιράν και το Ιράκ να βρεθούν υπό την κυριαρχία των Παρθών. Μετά τον θάνατο του τελευταίου Αρσακίδη (από τη δυναστεία του Αρσάκη) βασιλιά, τον Αρτάβανο Δ΄, που σκοτώθηκε το 226 μ.Χ οι Πάρθοι συγχωνεύτηκαν στη νέα Περσική Αυτοκρατορία.


Η δυναστεία των Σασσανιδών (226-650 μ.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η μεγαλύτερη επέκταση της Περσίας των Σασσανιδών

Όταν ο Πέρσης ηγεμόνας Αρδασίρ Α΄ από την περιοχή της σημερινής επαρχίας Φάρς (στο Ιράν) επαναστάτησε ενάντια στη δυναστεία των Αρσακιδών κατάφερε το 226 μ.Χ να ιδρύσει μια νέα γηγενή δυναστεία στην Περσία που ονομάστηκε «δυναστεία των Σασσανιδών» (από το όνομα του παππού του Αρδασίρ, Σασσάν). Οι Σασσανίδες Πέρσες ήταν πολύ πιο επιθετικοί από τους Πάρθους και στο εσωτερικό αλά και στα σύνορα. Ο Αρδασίρ είχε ως πρότυπο την ένδοξη εποχή των Αχαιμενιδών και θέλησε να τις επαναλάβει. Ενώ οι Πάρθοι φιλοδοξούσαν να κατακτήσουν την Αρμενία, οι Σασσανίδες ήθελαν να ανασυστήσουν την αυτοκρατορία των προγόνων τους Κύρου Β΄ του Μεγάλου και του Δαρείου Α΄. Στόχος των Σασσανιδών ήταν να ξεριζώσουν τον ελληνικό πολιτισμό από την Περιοχή του Ιράν (τα τότε σύνορα του Ιράν απαρτίζονταν από την περιοχή του σημερινού Ιράκ έως και το σημερινό Πακιστάν). Σύντομα καθιερώθηκε ένα συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης κι ο αναζωογονημένος ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία του κράτους. Η κοινωνία στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών φαίνεται ότι ήταν διαιρεμένη σε τέσσερις τάξεις: το ιερατείο, τους στρατιωτικούς, τους κρατικούς υπαλλήλους και το λαό. Όταν ο Αρδασίρ Α΄ απωθήθηκε από την Αρμενία προσπάθησε να αποσπάσει τη Ρωμαϊκή Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ) και ακολούθησαν σκληρές μάχες μεταξύ Περσίας και Ρώμης ανάμεσα στο 230 και το 244 αλά δεν είχαν τελικό νικητή, αν και οι Πέρσες πέτυχαν μια συνθήκη που τους έδωσε νέα εδάφη. Ο γιος και διάδοχος του Αρδασίρ Α΄, ο Σαπώρης Α΄ πέτυχε μια εκπληκτική νίκη ενάντια στη Ρώμη. Το 260 εισέβαλε στη Συρία και κυρίευσε την Αντιόχεια, κανονίζοντας ώστε να επιτεθεί όταν οι περισσότεροι κάτοικοι βρίσκονταν στο θέατρο. Εξοργισμένος, ο αυτοκράτορας Βαλεριανός εκστράτευσε στην Περσία αλά κατατροπώθηκε στην Έδεσσα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Σαπώρης τότε υιοθέτησε τον τίτλο «Βασιλεύς των βασιλέων της Περσίας και της μη-Περσίας» και τόνισε ότι θα συνέχιζε την επεκτατική πολιτική του. Η ρωμαϊκή αντεπίθεση συνέβη το 298 μ.Χ όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός νίκησε τον Πέρση βασιλιά Ναρσή και όρισε ως ρωμαϊκό σύνορο τον ποταμό Τίγρη. ο Ναρσής παραιτήθηκε και βασιλιάς έγινε ο γιος του Ορμίσδας Β΄ ο οποίος ήταν ένας φωτισμένος και σταθερός ηγέτης. Ο γιος του Σαπώρης Β΄ ο Μέγας επισκιάστηκε από τη βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου αλλά η συνεισφορά τους σ την ιστορία της Περσίας των Σασσανιδών δεν μπορεί να παρακαμφθεί μιας και αυτός έσωσε την Περσία από τη Ρωμαϊκή επίθεση του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Το 488 ο βασιλιάς Καβάδης Α΄ ξεκίνησε ένα πείραμα ενός πρώιμου κομμουνισμού ακολουθώντας τα διδάγματα του θρησκευτικού ηγέτη Μαζντάκ ο οποίος κήρυττε την ελευθερία και την ισότητα. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις του Καβάδη δεν ήταν αρεστές στην άρχουσα τάξη και ο Καβάδης εκθρονίστηκε και φυλακίστηκε. Όταν πήρε πίσω τον θρόνο του (με τη βοήθεια των βαρβαρικών φιλών των Εφθαλιτών) χαλάρωσε την αφοσίωση του στις προηγούμενες του μεταρρυθμίσεις. Ο λαμπρότερος ηγεμόνας της Περσίας των Σασσανιδών ήταν ο Χοσρόης Α΄ (β. 532-579) ο οποίος ονομαζόταν από τους υπηκόους του ως «Ανουσιρβάν» (δηλαδή «αθάνατη ψυχή) και από τους φιλοσόφους ως «φιλόσοφος βασιλιάς». Με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις αναδιοργάνωσε το φορολογικό σύστημα, τις δημόσιες υπηρεσίες και το στρατό και το 540 άρχισε μακροχρόνιο πόλεμο με τους βυζαντινούς και έφτασε να εισβάλει μέχρι την Υεμένη που τότε είχε καταληφθεί από το χριστιανικό βασίλειο του Αξούμ (σημερινή Αιθιοπία). Προστάτης των καλών τεχνών, δέχτηκε τους εθνικούς φιλοσόφους που εκδίωξε ο Ιουστινιανός και φρόντισε προσωπικά ο ίδιος να μεταφραστούν ινδικά επιστημονικά κείμενα στην περσική γλώσσα. Ο συνονόματος του Χοσρόης Β΄ έφερε τα στρατεύματα των Σασσανιδών σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο και έφτασε να πολιορκεί (με τη βοήθεια των Αβαρών) την Κωνσταντινούπολη, όμως ήταν θέμα χρόνου οι Βυζαντινοί να αντεπιτεθούν και ο Χοσρόης Β΄ ηττήθηκε στη μάχη της Νινευί το 627 μ.Χ και η Περσία έχασε τον πόλεμο έναντι του Βυζαντίου, όπου μετά το πέρας του πολέμου τα σύνορα επανήλθαν στην προπολεμική τους κατάσταση, όχι όμως και η σταθερότητα μέσα στην Αυτοκρατορία των Περσών. Μετά τον Χοσρόη Β΄ (ο οποίος πέθανε σταυρωμένος) ακολούθησε ταραχώδης εποχή διότι ο λαός της αυτοκρατορίας είχε κουραστεί από τους πολέμους, τους λαομίσητους υψηλούς φόρους και την άκαμπτη κοινωνική δομή όπως και τα θρησκευτικά σχίσματα. Αποτέλεσμα ήταν η αποδυναμωμένη και ταραγμένη αυτοκρατορία να ηττηθεί από τους Μουσουλμάνους Άραβες και να υποταχθεί στο αραβικό χαλιφάτο και ο λαός να αγκαλιάσει τη νέα θρησκεία που φέρνανε μαζί τους οι Άραβες, το Ισλάμ.


  1. Burke, Andrew· Elliot, Mark (2008). Iran. Lonely Planet. σελίδες 295 & 114–5 (for architecture) and pp. 68–72 (for arts). ISBN 9781742203492. 
  2. Hovannisian, Richard G.· Sabagh, Georges (1998). The Persian Presence in the Islamic World. Cambridge University Press. σελίδες 80–83. ISBN 9780521591850. 
  3. Spuler, Bertold· Marcinkowski, M. Ismail (2003). Persian Historiography & Geography. Pustaka Nasional Pte Ltd. ISBN 9789971774882. 
  4. Ι. Μ. Κωνσταντάκου, "Η Περσία και η Αίγυπτος του Ηροδότου" (σσ. 3-4). [1]
  5. Κωνσταντάκος σσ. 5-6.
  6. Κωνσταντάκος σ. 11.
  7. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 1.133.1.
  8. Γ. Βλαχογιάννη Κ. Κοσμά, Ηροδότου. Οι Περσικοί Πόλεμοι. V-IX, Αθήνα, 1966, σ. 5. [2]
  9. Βλέπε, για παράδειγμα το επεισόδιο με τον Λυδό Πύθιο, που είχε την ατυχία να αιτηθεί από τον Ξέρξη να επιτραπεί στον μεγαλύτερο γιο του να απέχει από την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος (Ηρόδοτος, 7.38.1-7.39.3).
  10. Ε. Παυλίδου, Ο Ηρόδοτος, η Πολιτική και η Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 27-28.
  11. Ηρόδοτος, 7.103.4.
  12. Βλ. για παράδειγμα τον συσχετισμό του Ηροδότου ανάμεσα στο δημοκρατικό πολίτευμα και στην πολεμική αρετή των Αθηναίων (Ηρόδοτος 5.78).
  13. S. Said, Ηρόδοτος και Τραγωδία, (Εγχειρίδιο Ηροδότειων Σπουδών, εκδ. Μεταίχμιο, 2007, σ. 146.
  14. Ηρόδοτος 6.112.1-3.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Persian people στο Wikimedia Commons